Γενικά
ΓΕΝ β:15 Και έλαβε Κύριος ο Θεός τον άνθρωπον, και έθεσεν αυτόν εν τω παραδείσω της Εδέμ διά να εργάζηται αυτόν και να φυλάττη αυτόν.
ΓΕΝ γ:17 Προς δε τον Αδάμ είπεν, Επειδή υπήκουσας εις τον λόγον της γυναικός σου, και έφαγες από του δένδρου, από του οποίου προσέταξα, εις σε λέγων, Μή φάγης απ’ αυτού, κατηραμένη να είναι η γη εξ αιτίας σου∙ με λύπας θέλεις τρώγει τους καρπούς αυτής πάσας τας ημέρας της ζωής σου∙ 18 και ακάνθας και τριβόλους θέλει βλαστάνει εις σε∙ και θέλεις τρώγει τον χόρτον του αγρού∙ 19 εν τω ιδρώτι του προσώπου σου θέλεις τρώγει τον άρτον σου, εωσού επιστρέψης εις την γήν εκ της οποίας ελήφθης∙
ΓΕΝ γ:23 Όθεν Κύριος ο Θεός εξαπέστειλεν αυτόν εκ του παραδείσου της Εδέμ, διά να εργάζηται την γήν εκ της οποίας ελήφθη.
ΠΑΡ ς:6 Ύπαγε προς τον μύρμηκα ώ οκνηρέ∙ παρατήρησον τας οδούς αυτού, και γίνου σοφός∙ 7 όστις μη έχων άρχοντα, επιστάτην ή κυβερνήτην, 8 ετοιμάζει την τροφήν αυτού το θέρος, συνάγει τας τροφάς αυτού εν τω θερισμώ. 9 Έως πότε θέλεις κοιμάσθαι, οκνηρέ; πότε θέλεις σηκωθή εκ του ύπνου σου; 10 Ολίγος ύπνος, ολίγος νυσταγμός, ολίγη συμπλοκή των χειρών εις τον ύπνον∙ 11 έπειτα η πτωχεία σου έρχεται ως ταχυδρόμος, και η ένδειά σου ως ανήρ ένοπλος.
ΠΑΡ ι:4 Η οκνηρά χείρ πτωχείαν φέρει∙ πλουτίζει δε η χείρ του επιμελούς. 5 Ο συνάγων εν τω θέρει είναι υιός συνέσεως∙ ο δε κοιμώμενος εν τω θερισμώ υιός αισχύνης.
ΠΑΡ ιγ:4 Η ψυχή του οκνηρού επιθυμεί, και δεν έχει∙ η δε ψυχή των επιμελών θέλει χορτασθή
ΠΑΡ ιθ:24 Ο οκνηρός εμβάπτει την χείρα αυτού εις το τρυβλίον, και δεν θέλει ουδέ εις το στόμα αυτού να επιστρέψη αυτήν
ΠΑΡ κ:4 Ο οκνηρός δεν θέλει να αροτριά εξ αιτίας του χειμώνος∙ δια τούτο θέλει ζητεί εν τω θέρει, και δεν θέλει λαμβάνει.
ΠΑΡ κδ:30 Διέβαινον διά του αγρού του οκνηρού, και δια του αμπελώνος του ανθρώπου του ενδεούς φρενών∙ 31 και ιδού, πανταχού είχον βλαστήσει άκανθαι∙ κνίδαι είχον σκεπάσει το πρόσωπον αυτού, και το λιθόφραγμα αυτού ήτο κατακεκρημνισμένον.
32 Τότε εγώ θεωρήσας εσυλλογίσθην εν τη καρδία μου∙ είδον, και έλαβον διδασκαλίαν.
33 Ολίγος ύπνος, ολίγος νυσταγμός, ολίγη συμπλοκή των χειρών εις τον ύπνον 34 έπειτα η πτωχεία σου έρχεται ως ταχυδρόμος, και η ένδειά σου ως ανήρ ένοπλος.
ΕΚΚΛ ε:12 Ο ύπνος του εργαζομένου είναι γλυκύς, είτε ολίγον φάγη, είτε πολύ∙
ΕΚΚΛ ια:4 Όστις παρατηρεί τον άνεμον, δεν θέλει σπείρει∙ και όστις θεωρεί τα νέφη, δεν θέλει θερίσει.
ΠΡΑΞ ιη:3 και επειδή ήτο ομότεχνος, έμενε παρ’ αυτοίς και ειργάζετο∙ διότι ήσαν σκηνοποιοί την τέχνην.
ΠΡΑΞ κ:34 Σείς δε αυτοί εξεύρετε ότι εις τας χρείας μου και εις τους όντας μετ’ εμού αι χείρες αύται υπηρέτησαν. 35 Κατά πάντα υπέδειξα εις εσάς, ότι ούτω κοπιάζοντες πρέπει να βοηθήτε τους ασθενείς, και να ενθυμήσθε του λόγους του Κυρίου Ιησού, ότι αυτός είπε, Μακάριον είναι να δίδη τις μάλλον παρά να λαμβάνη.
Α’ ΚΟΡ δ:12 Και κοπιώμεν εργαζόμενοι με τας ιδίας ημών χείρας∙
ΕΦΕΣ δ:28 Ο κλέπτων, ας μη κλέπτη πλέον, μάλλον δε ας κοπιάζη εργαζόμενος το καλόν με τας χείρας αυτού, διά να έχη να μεταδίδη εις τον χρείαν έχοντα.
Α’ ΘΕΣ β:9 Διότι ενθυμείσθε, αδελφοί, τον κόπον ημών και τον μόχθον∙ επειδή νύκτα και ημέραν εργαζόμενοι, διά να μη επιβαρύνωμεν τινά εξ υμών, εκηρύξαμεν εις εσάς το ευαγγέλιον του Θεού.
Α’ ΘΕΣ δ:11 και να φιλοτιμήσθε εις το να ησυχάζητε, και να καταγίνησθε εις τα ίδια, και να εργάσεσθε με τας ιδίας υμών χείρας, καθώς σας παρηγγείλαμεν, 12 διά να περιπατήτε με ευσχημοσύνην προς τους έξω, μή έχοντες χρείαν μηδενός.
Β’ ΘΕΣ γ:10 Διότι και ότε ήμεθα παρ’ υμίν, τούτο σας παρηγγέλομεν, ότι εάν τις δεν θέλη να εργάζηται, μηδέ ας τρώγη∙ 11 Επειδή ακούωμεν τινάς ότι περιπατούσι μεταξύ σας ατάκτως, μη εργαζόμενοι μηδέν, αλλά περιεργαζόμενοι. 12 Παραγγέλομεν δε εις τους τοιούτους, και προτρέπομεν διά του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, να τρώγωσιν τον άρτον αυτών εργαζόμενοι μετά ησυχίας.
ΤΙΤ γ:1 Υπενθύμιζε αυτούς να υποτάσσονται εις τας αρχάς και εξουσίας, να πειθαρχώσι, να ήναι έτοιμοι εις παν έργον αγαθόν, 2 να μη βλασφημώσι μηδένα, να ήναι άμαχοι, συμβιβαστικοί, να δεικνύωσι προς πάντας ανθρώπους πάσαν πραότητα.
Εργατικό δίκαιο
ΛΕΥΙΤ ιθ:13 Δεν θέλεις αδικήσει τον πλησίον σου, ουδέ θέλεις αρπάσει∙ δεν θέλει διανυκτερεύσει ο μισθός του μισθωτού σου έως πρωί.
ΔΕΥΤ κδ:14 Δεν θέλεις αδικήσει μισθωτόν, πτωχόν και ενδεή, εκ των αδελφών σου, ή εκ των ξένων σου των εν τη γή σου, εντός των πυλών σου. 15 Αυθημερόν θέλεις δώσει τον μισθόν αυτού, πρίν δύση ο ήλιος επ’ αυτόν∙ διότι είναι πτωχός, και έχει την ελπίδα αυτού εις αυτόν∙ δια να μη βοήση κατά σου προς Κύριον, και γείνη εις σε αμαρτία.
ΙΕΡ κβ:13 Ουαί εις τον οικοδομούντα τον οίκον αυτού ουχί εν δικαιοσύνη, και τα υπερώα αυτού ουχί εν ευθύτητι∙ τον μεταχειριζόμενον την εργασίαν του πλησίον αυτού αμισθί, και μη αποδίδοντα εις αυτόν τον μισθόν του κόπου αυτού∙
ΕΦΕΣ ς:5 Οι δούλοι υπακούετε εις τους κατά σάρκα κυρίους σας μετά φόβου και τρόμου, εν απλότητι της καρδίας σας, ως εις τον Χριστόν∙ 6 μη κατ’ οφθαλμοδουλείαν ως ανθραπάρεσκοι, αλλ’ ως δούλοι του Χριστού∙ εκπληρούντες το θέλημα του Θεού εκ ψυχής, 7 μετ’ ευνοίας δουλεύοντες εις τον Κύριον, και ουχί εις ανθρώπους∙
....
9 Και οι κύριοι, τα αυτά πράττετε προς αυτούς, αφίνοντες την απειλήν∙ εξεύροντες ότι και σείς αυτοί έχετε Κύριον εν ουρανοίς, και προσωποληψία δεν υπάρχει παρ’ αυτώ.
ΚΟΛ γ:22 Οι δούλοι, υπακούετε κατά πάντα εις τους κατά σάρκα κυρίους σας, ουχί με οφθαλμοδουλείας, ως ανθραπάρεσκοι, αλλά με απλότητα καρδίας, φοβούμενοι τον Θεόν. 23 Και πάν ότι αν πράττητε, εκ ψυχής εργάζεσθε, ως εις τον Κύριον, και ουχί εις ανθρώπους∙ 24 εξεύροντες ότι από του Κυρίου θέλετε λάβει την ανταπόδοσιν της κληρονομίας∙ διότι εις τον Κύριον Χριστόν δουλεύετε∙
....
ΚΟΛ δ:1 Οι κύριοι αποδίδεται εις τους δούλους σας το δίκαιον και το ίσον, εξεύροντες ότι και σείς έχετε Κύριον εν ουρανοίς.
Α’ ΤΙΜ ς:1 Όσοι είναι υπό ζυγόν δουλείας, ας νομίζωσι τους Κυρίους αυτών αξίους πάσης τιμής, δια να μη βλασφημείται το όνομα του Θεού και η διδασκαλία. 2 Οι δε έχοντες πιστούς κυρίους, ας μη καταφρονώσιν αυτούς, διότι είναι αδελφοί∙ αλλά προθυμότερον ας δουλεύωσι, διότι είναι πιστοί και αγαπητοί οι απολαμβάνοντες την ευεργεσίαν.
ΤΙΤ β:9 ...τους δούλους να υποτάσσωνται εις τους εαυτών δεσπότας, να ευαρεστώσι εις αυτούς κατά πάντα, 10 να μη σφετερίζωνται τα αλλότρια, αλλά να δικνύωσι πάσαν πίστιν αγαθήν∙ δια να στολίζωσι κατά πάντα την διδασκαλίαν του Σωτήρος ημών Θεού.
ΙΑΚ ε:4 Ιδού, ο μισθός των εργατών των θερισάντων τα χωράφια σας, τον οποίον εστερήθησαν από σας, κράζει∙ και αι κραυγαί των θερισάντων εισήλθον εις τα ώτα Κυρίου Σαβαώθ.
Α’ ΠΕΤ β:18 Οι οικέται, υποτάσσεσθε εν παντί φόβω εις τους κυρίους σας, ού μόνον εις τους αγαθούς και επιεικείς, αλλά και εις τους διεστραμμένους∙
Comments