top of page
Αναζήτηση
  • Εικόνα συγγραφέαEAEP CORFU

Ιερωσύνη (ΙΙ)


(Άρθρο Στυλιανού Χαραλαμπάκη)



ΠΡΟΛΟΓΟΣ


Το βιβλίο αυτό γράφτηκε με θλίψη και πόνο πνεύματος. Θλίψη για τη σημερινή κατάσταση στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Πόνο πνεύματος γιατί αναγκαζόμαστε να πούμε πράγματα που κάποιους θα δυσαρεστήσουν. Αλλά ο Θεός λέει στην Αγία Γραφή: «Ο φανερός έλεγχος είναι καλύτερος από την κρυπτόμενη αγάπη. Πληγές φίλου είναι πιστές. Φιλήματα όμως εχθρών πολυάριθμα» (Παρ 27:5-6). Δεν καταφερόμαστε τόσο εναντίον ατόμων –αν και υπάρχουν άτομα αξιοκατάκριτα- όσο εναντίον ενός συστήματος που έχει εγκλωβίσει τους ανθρώπους σε μια δουλεία πνευματική, και υποταγή σε ανθρώπους αντί για τον Θεό. Αλλά ο απ΄ Παύλος μας λέει: «Με τιμή αγοραστήκατε. Μη γίνεστε δούλοι ανθρώπων» (Α’ Κορ 7:23).

Ίσως η απάντηση στην ερώτηση του τίτλου του βιβλίου να φαίνεται πολύ εμφανής. Αλλά δεν είναι. Γιατί στη σημερινή χριστιανική Ορθόδοξη και Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, η λέξη «ιερέας» έχει πάρει άλλη έννοια από αυτήν που είχε στον αρχέγονο Χριστιανισμό. Το λυπηρό είναι πως στο λαό μας έχει περάσει ως τρέχουσα πεποίθηση η γνώμη πως οι παπάδες-ιερείς είναι ένας απαραίτητος θείος θεσμός, που αποτελείται από μία ειδική τάξη ανθρώπων ταγμένη στο να εκτελούν «μυστήρια» της Εκκλησίας, για να δίνεται στους ανθρώπους η Σωτηρία, να πλησιάζουν οι χριστιανοί στον Θεό και να γεμίζουν με την Χάρη Του.

Τα πράγματα όμως είναι πολύ διαφορετικά, όταν κάποιος εμβαθύνει στο θέμα και καταλάβει πώς εννοούσαν την ιεροσύνη οι πρώτοι χριστιανοί.

Είναι εύκολο να καταλάβει κανείς αυτά τα πράγματα, αν διαβάσει την αρχαία χριστιανική γραμματεία. Ή ακόμα, αν μελετήσει προσεκτικά αρκετά από τα συγγράμματα των καθηγητών του Πανεπιστημίου με πνεύμα διάκρισης. Σ’ αυτά τα τελευταία λέγονται πολλές αλήθειες, οι καθηγητές όμως αναγκάζονται να αναμίξουν την αλήθεια με το ψέμα, γιατί εξαρτώνται οικονομικά από το εκκλησιαστικό κατεστημένο. Παρόλον ότι μεταξύ τους υπάρχουν ειλικρινείς ευσεβείς άνθρωποι, όπως ο Γαμαλιήλ κατά την εποχή του Ιησού Χριστού, που ήταν διδάσκαλος του Μωσαϊκού Νόμου, στους περισσότερους αρμόζουν τα λόγια του Ιησού στους Νομικούς: «Αλίμονο σε σας τους Νομικούς, γιατί αφαιρέσατε το κλειδί της γνώσης. Οι ίδιοι δεν εισήλθατε και εκείνους που θέλουν να εισέλθουν τους εμποδίσατε» (Λουκάς, 11:52). Επίσης, τα λόγια του απ. Παύλου «Γιατί αποκαλύπτετε οργή Θεού από τον ουρανό πάνω σε κάθε ασέβεια και αδικία ανθρώπων, που καταπνίγουν την αλήθεια με αδικία» (Ρωμαίους, 1:18-19).

Δυστυχώς, διαμέσου των αιώνων πολλά πράγματα άλλαξαν στη χριστιανική Εκκλησία, πολλές έννοιες αλλοιώθηκαν και ξένα στοιχεία μπήκαν μέσα στην αρχική απλή Αποστολική Διδασκαλία. Χρειάζεται πολύς αγώνας για να αποτινάξουμε τα βλαβερά στοιχεία που νόθευσαν τον αρχικό χριστιανισμό και να παρουσιάσουμε τη νύμφη του Χριστού, την Εκκλησία, «χωρίς κηλίδα ή ρυτίδα ή κάτι τέτοιο, αλλά να είναι άγια και άμωμη» (Εφεσίους, 5:27).

Όλα αυτά τα ξένα στοιχεία βασίζονται ακριβώς στο ανθρώπινο επινόημα της «ειδικής ιεροσύνης» μέσα στην Εκκλησία. Οι «ειδικοί ιερείς» απομάκρυναν το ποίμνιο του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού από τον Ποιμένα του. Γι’ αυτό λίγη πνευματική και προσωπική γνώση Θεού υπάρχει σήμερα, όχι μόνο μεταξύ των λαϊκών χριστιανών, αλλά και μεταξύ των κληρικών. Αν καταλάβουμε πως «ειδικοί ιερείς» δεν υπάρχουν στην Εκκλησία σύμφωνα με την Αποστολική Διδασκαλία και Παράδοση, αλλά πως όλοι οι χριστιανοί –χωρίς εξαίρεση και διαβαθμίσεις- είναι ιερείς μπροστά στον Θεό, τότε όλα αυτά τα επιβλαβή και ξένα στοιχεία που μπήκαν στη χριστιανική διδασκαλία καταρρίπτονται σαν χάρτινος πύργος. Ο πιστός χριστιανός, ελεύθερος, θα μπορεί πάλι να επικοινωνεί από μόνος του άμεσα με τον Πατέρα Θεό και τον Κύριο και Λυτρωτή του Ιησού Χριστό. Όχι μέσω ανθρώπων, που του επιβλήθηκαν και τον αιχμαλώτισαν πνευματικά, που τον απομάκρυναν από την παρουσία του Θεού και που μπορεί να είναι χωρίς Πνεύμα Θεού, αδιάφοροι, τυπικοί χριστιανοί, κακοί, αμαρτωλοί, υποκριτές ή ακόμα και άθεοι.

Δύσκολη η αλλαγή, γιατί η αλλοίωση της αποστολικής διδασκαλίας έχει γίνει εδώ και αιώνες και έχει βαθιές ρίζες μέσα στην Εκκλησία. Οι Έλληνες από μικρά παιδιά κατηχήθηκαν στο να τα πιστεύουν αυτά. Τους έχει γίνει «πλύση εγκεφάλου» στα κρατικά σχολεία και τα κατηχητικά. Αυτές οι διαστρεβλώσεις έχουν περάσει στο υποσυνείδητό τους. Και κατάντησε ο απλός Ορθόδοξος Χριστιανός να θεωρεί ως ορθόδοξο ό,τι από τη φύση του είναι κακόδοξο, και να μη νοείται Ορθόδοξος Χριστιανός που να μην αποδέχεται αυτά τα πράγματα.

Οι περισσότεροι νομίζουν πως έτσι όπως είναι σήμερα η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η μόνη αληθινή Εκκλησία του Χριστού, γιατί έχει την «αποστολική διαδοχή». Και αν υπάρχουν κάποια «παρατράγουδα», αρκεί να αλλάξουν μερικά άτομα μέσα στην εκκλησία, ώστε όλα να πάνε καλά, αφού η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι κατά τη γνώμη τους η μόνη σωστή Εκκλησία στον κόσμο, που δημιούργησε ο Ιησούς Χριστός.

Αγνοούν ότι το λάθος βρίσκεται στη ρίζα. Δεν αρκεί να αλλάξουν πέντε, δέκα ή περισσότερα άτομα, μερικοί επίσκοποι ή κάποιοι παπάδες, για να διορθωθούν τα κακώς κείμενα. Χρειάζεται μετάνοια, ζωντανή πίστη στο πρόσωπο και το έργο του Ιησού Χριστού, προσωπική σχέση με τον Χριστό στην προσευχή, και αναγέννηση από το Άγιο Πνεύμα, των κληρικών. Αυτό θα επιφέρει απάρνηση του ψέματος, αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας, πλήρη αλλαγή του εκκλησιαστικού πολιτεύματος, μία επανάσταση που να βασίζεται στην αποστολική διδασκαλία και στην Ιερά Παράδοση του αρχέγονου χριστιανισμού. Αλλιώς οι κληρικοί θα παραμείνουν κοσμικοί άνθρωποι, σκοτεινοί, χωρίς πνευματική φώτιση Θεού, που δεν θα μπορούν να βοηθήσουν κανέναν, αφού δεν έχουν βοηθήσει ούτε τον εαυτό τους. Και θα επαληθευτεί η προφητεία του Κοσμά του Αιτωλού: «Θα έρθει καιρός που οι κληρικοί θα γίνουν οι χειρότεροι και οι ασεβέστεροι των όλων». Είναι τραγικό για τον λαό μας.

Επειδή το θέμα μας συνδέεται στενά και με τα άλλα δόγματα της Ορθόδοξης Εκκλησίας, όπως τα «μυστήρια», την μοναδική μεσιτεία του Χριστού και την έννοια της «Εκκλησίας», αναγκαζόμαστε σε ορισμένες ερωτήσεις να απαντήσουμε και σ’ αυτά. Προσπαθούμε πάντως να μη ξεφεύγουμε από το κύριο θέμα μας που είναι η «ειδική ιεροσύνη».

Το θέμα με το οποίο καταπιαστήκαμε είναι από τη φύση του δύσκολο. Όποιος όμως δεν αρκείται στο: «Να αφήσουμε τα πράγματα όπως τα βρήκαμε», αλλά ψάχνει για την Αλήθεια του Θεού, και θέλει μόνο σ’ Εκείνον να αρέσει, τότε αυτό το βιβλιαράκι θα του είναι χρήσιμο. Αν η προσπάθειά μας πετύχει στο σκοπό της, θα ευλογούμε μόνο τον Κύριο και Σωτήρα μας Ιησού Χριστό.

Αυτός μας άνοιξε τα μάτια της ψυχής και καταλάβαμε τις πλάνες μας. Δε μείναμε όμως εκεί, αλλά τις απαρνηθήκαμε και με παρρησία τις καταγγείλαμε, για να ακολουθήσουμε πλέον Αυτόν μονάχα. Ο αγώνας δύσκολος, οι αντικείμενοι πολλοί. Τα οικονομικά ιδίως συμφέροντα που θίγονται είναι τεράστια. Όποιος όμως θέλει να κάνει το θέλημα του Θεού στη ζωή του, για να αρέσει πρώτα στον Θεό, χωρίς συμβιβασμούς με την αλήθεια Του, που αρέσουν στους ανθρώπους, αυτός θα έχει «τον αμαράντινο στέφανο της δόξας» (Α’ Πέτρου, 5:4).

ΔΟΞΑ ΣΤΟΝ ΘΕΟ ΠΟΥ ΜΑΣ ΕΛΕΥΘΕΡΩΣΕ!

ΠΟΙΟΙ ΕΙΝΑΙ ΙΕΡΕΙΣ;


1. Τι σημαίνει ιερεύς, ιερέας;

Η λέξη «ιερεύς» προέρχεται από το επίθετο «ιερός» και το ρήμα «ιερεύω». Σημαίνει το σφαγέα ιερού θύματος ζώου για ιερό σκοπό, που θυσιαζόταν προς εξευμένιση του Θεού για την αμαρτία του ανθρώπου. Ο ιερέας ήταν ένας μεσίτης μεταξύ Θεού και ανθρώπων, ο οποίος εκτός από τη θυσία του ζώου προσευχόταν στον Θεό, παρακαλώντας-μεσιτεύοντας για τη συγχώρεση του ενόχου.

2. Ποιοι ήταν ιερείς στην Παλαιά Διαθήκη μέσα στο λαό Ισραήλ και ποια η εργασία τους;

Για να καταλάβουμε τη χριστιανική ιερωσύνη, πρέπει να γνωρίζουμε την ιεροσύνη που υπήρχε στην Παλαιά Διαθήκη. Από το λαό Ισραήλ ο Θεός είχε διαλέξει τη φυλή του Λευΐ, για να είναι αφιερωμένη σ’ Αυτόν, η οποία να κάνει όλες τις ιερές εργασίες στη λεγόμενη «Σκηνή του Μαρτυρίου». Αυτή ήταν μια ιδιαίτερη σκηνή όπου στο εσώτερο μέρος της, τα Άγια των Αγίων, βρισκόταν η παρουσία του ίδιου του Θεού υπό μορφή νεφέλης. Επίσης υπήρχαν μέσα στη Σκηνή αντικείμενα που αντιπροσώπευαν τον Θεό, όπως η Κιβωτός της Διαθήκης, που περιείχε τις Δέκα Εντολές που είχε δώσει ο Θεός στον Μωυσή, η επτάφωτη λυχνία κ.λ.π. Η κατάσταση διήρκεσε κατά τη διακίνηση στην έρημο του λαού Ισραήλ, από τότε που βγήκε από την Αίγυπτο μέχρι την είσοδό του στη γη Χαναάν, αλλά και αργότερα, ύστερα από την εγκατάσταση στη γη της Επαγγελίας.

Από τη φυλή του Λευΐ διαλέχτηκε ο Ααρών, ο αδελφός του Μωυσή, για να γίνει ο πρώτος Αρχιερέας. Ο Θεός διάλεξε τους απογόνους του Ααρών, για να γίνονται στη συνέχεια ιερείς. Από αυτούς διάλεγε έναν, ο οποίος γινόταν Αρχιερέας. Αυτός μόνο είχε το δικαίωμα να εισέρχεται στα Άγια των Αγίων και να κάνει τα τυπικά του μωσαϊκού νόμου, αφού θυσίαζε πρώτα ζώα για τις δικές του αμαρτίες και μετά για τις αμαρτίες όλου του λαού Ισραήλ. Οι υπόλοιποι Λευΐτες, που δεν ανήκαν στην οικογένεια του Ααρών, βοηθούσαν στη μεταφορά της Σκηνής του Μαρτυρίου και εργάζονταν σε διάφορες εργασίες, που ήταν απαραίτητες για την καθαριότητα, τη μεταφορά και την τάξη στα ιερά σκεύη της Σκηνής του Μαρτυρίου.

3. Πότε άλλαζε ο αρχιερέας;

Όταν πέθαινε ο αρχιερέας, τότε γινόταν άλλος στη θέση το ύστερα από συμφωνία, αλλά έπρεπε να προέρχεται από τη φυλή του Λευΐ και την οικογένεια του Ααρών πάντοτε.

4. Τι εργασία έκαναν οι υπόλοιποι ιερείς;

Οι υπόλοιποι ιερείς έκαναν θυσίες κανονικά όπως ο Αρχιερέας, και βοηθούσαν τον Αρχιερέα στις θυσίες και στις εργασίες που γίνονταν εντός της Σκηνής του Μαρτυρίου. Οι ιερείς επίσης έπρεπε να γνωρίζουν καλά το Νόμο του Μωυσή και να τον διδάσκουν στο λαό, έχοντας μία ζωή άμεμπτη και παραδειγματική μεταξύ του λαού.

5. Γιατί υπήρχαν πολλοί ιερείς στην Παλαιά Διαθήκη;

Οι ιερείς ήταν πολλοί στην Παλαιά Διαθήκη, για να αντικαθιστούν κάθε φορά τον Αρχιερέα, όταν πέθαινε, και για να εργάζονται μέσα στη Σκηνή του Μαρτυρίου.

6. Πρέπει να υπάρχουν και σήμερα πολλοί τέτοιου είδους ιερείς στην Χριστιανική Εκκλησία;

Όχι. Ο Ιησούς Χριστός προσέλαβε στο Πρόσωπό Του το λειτούργημα της ιεροσύνης ως ο μόνος μέγας Αρχιερέας των Χριστιανών και μένει στον αιώνα, δηλαδή πάντοτε. Δε χρειάζονται πολλοί ιερείς επιπλέον, γιατί Αυτός δεν πεθαίνει, ώστε να χρειάζεται αντικατάσταση. Η Αγία Γραφή αναφέρει για τους ιερείς της Παλαιάς Διαθήκης:

ΕΒΡ 7:23-25 Αυτοί έχουν γίνει ιερείς πολλοί, επειδή εμποδίζονται από το θάνατο να παραμένουν. Εκείνος (ο Ιησούς Χριστός), επειδή μένει εις τον αιώνα, αμετάβατη έχει την ιεροσύνη. Συνεπώς, δύναται και να σώζει ολοτελώς εκείνους που προσέρχονται μέσω αυτού στον Θεό, πάντοτε ζώντας για να μεσιτεύει υπέρ αυτών».

Επίσης τώρα, έχει καταργηθεί η γήινη Σκηνή του Μαρτυρίου, συνεπώς δε χρειάζονται άλλοι ιερείς προς εργασία.

7. Τι σημαίνει ιερέας «κατά την τάξη Ααρών» και τι «κατά την τάξη Μελχισεδέκ»;

Οι ιερείς της Παλαιάς Διαθήκης ονομάζονται ιερείς κατά την τάξη Ααρών, γιατί προέρχονται από τον προπάτορά τους τον Ααρών. Ο Ιησούς Χριστός, όμως, ονομάζεται «ιερέας κατά την τάξη Μελχισεδέκ» (Εβραίους, κεφ. 7).

Ο Μελχισεδέκ ήταν ιερέας του Θεού του Υψίστου στην Παλαιά Διαθήκη. Για να καταλάβουμε τη σημασία της ιεροσύνης του Χριστού «κατά την τάξη Μελχισεδέκ», πρέπει να ξέρουμε ποιος ήταν ο Μελχισεδέκ. Λεπτομερείς μαρτυρίες στην Αγία Γραφή δεν έχουμε. Για πρώτη φορά αναφέρεται στη Γένεση 14:18-20 όπου γνωρίστηκε στον Αβραάμ. Δεύτερη πληροφορία έχουμε από τον Ψαλμό 109/110:4 και από την προς Εβραίους επιστολή 7:1-10. Εκεί μας δίνεται και άλλη πληροφορία, αλλά δύσκολη στο νόημα της. Επεξηγώντας ο συγγραφέας της επιστολής την αδιάδοχη ιεροσύνη και βασιλεία του Χριστού, την εξομοιώνει με την ιεροσύνη και τη βασιλεία του Μελχισεδέκ, για τον οποίο σημειώνει ότι ήταν «απάτωρ, αμήτωρ, αγενεαλόγητος. Μη έχων μήτε αρχήν ημερών μήτε τέλος ζωής» (Εβραίους, 7:3). (Ερμηνεία: χωρίς πατέρα, χωρίς μητέρα, χωρίς γενεαλογία. Χωρίς να έχει μήτε αρχή ημερών μήτε τέλος ζωής).

Ο Μελχισεδέκ, λοιπόν, ήταν «απάτωρ, αμήτωρ, αγενεαλόγητος» ως προς την ιεροσύνη και τη βασιλεία. Αυτό σημαίνει ότι τα υπουργήματα αυτά της ιεροσύνης και της βασιλείας δεν τα είχε κληρονομήσει από άλλον. Τα είχε κατ’ ευθείαν από τον Θεό. Στη μορφή αυτή ήταν τύπος του Χριστού, «αφομοιωμένος με τον Υιό του Θεού» (Εβρ, 7:3).

Ποιος ήταν ο Μελχισεδέκ; Δε γνωρίζουμε ακριβώς. Μερικοί θεωρούν ότι πρόκειται περί θεοφανείας του Υιού του Θεού στην Παλαιά Διαθήκη, ο οποίος εμφανίστηκε ως ιερέας Μελχισεδέκ. Από εβραϊκή παράδοση ξέρουμε ότι ο Μελχισεδέκ ήταν ο Σημ, ο μεγαλύτερος και ευλογημένος γιός του Νώε. Διατηρώντας ο Μελχισεδέκ κατάλοιπο την προκατακλυσμιαία μακροζωΐα των ανθρώπων, ήταν ο αρχαιότερος άνθρωπος στη γη μετά τον Κατακλυσμό. Έτσι, ο άνθρωπος αυτός, ως ιερέας του Θεού, είχε ειδική αποστολή να ενσαρκώνει και να προεικονίζει την ιεροσύνη που θα ασκούσε ο Υιός του Θεού. Από αυτό βλέπουμε ότι εκείνο που εκδηλώθηκε στον Μελχισεδέκ κατά αλληγορικό τρόπο, πραγματοποιήθηκε κατά γράμμα στον Υιό του Θεού. Διότι τα αξιώματα της ιεροσύνης και της βασιλείας δεν τα παρέλαβε από άλλον. Τα είχε στην αιώνια ύπαρξή Του. Ως Θεός δεν είχε μητέρα και ως άνθρωπος δεν είχε πατέρα.

8. Υπάρχουν σήμερα ιερείς στη Χριστιανική Εκκλησία;

Στο σημείο αυτό αφήνουμε να μιλήσει ο έγκυρος Έλληνας Ορθόδοξος Επίσκοπος της πάλαι ποτέ διαλαμψάσης επισκοπής Κατάνης κ. Ιάκωβος (Γεώργιος) Πηλίλης, κάτοχος τεσσάρων Πανεπιστημιακών διπλωμάτων, πτυχιούχος Θεολόγος του Πανεπιστημίου Αθηνών, με Μάστερ Θεολογίας στο Πανεπιστήμιο της Κολούμπια, Ν Υόρκη ΗΠΑ, δίπλωμα Φιλοσοφίας στο Βασιλικό Κολέγιο του Πανεπιστημίου του Λονδίνου της Αγγλίας, και Δόκτωρ Φιλοσοφίας (στην Ιστορία) στο Πανεπιστήμιο του Φόρντχαμ της Ν. Υόρκης.

Ο κ. Πηλίλης έχει κάνει μία εκτεταμένη μελέτη πάνω στη χριστιανική ιερωσύνη από ιστορικής απόψεως για τους δέκα πρώτους αιώνες μ.Χ. Το σύγγραμμά του, που έχει πάνω από 1.000 σελίδες με μια εκτενέστερη βιβλιογραφία 100 περίπου σελίδων, ονομάζεται «Χριστιανική Ιερωσύνη». Εκεί αναφέρει:

«Στον αρχέγονο Χριστιανισμό υπάρχει το εκπληκτικό χαρακτηριστικό ότι δεν υπήρχε θυσιαστική προσφορά, και ως εκ τούτου δεν υπήρχαν ιερείς. Όλοι οι πιστοί θεωρούνταν ιερείς, «βασίλειον ιεράτευμα» και οι προσευχές τους θεωρούνταν ως η προσφορά τους. Η ιδέα περί «της γενικής ιεροσύνης των πιστών» όπως την αποκαλούσαν, κυριαρχούσε γενικώς στην αρχέγονη Εκκλησία, και θεωρούνταν ως ένα μέρος της υπεροχής του Χριστιανισμού έναντι των άλλων θρησκειών» («Η Χριστιανική Ιερωσύνη» σελ. 229. Ιάκωβου (Γεωργίου) Πηλίλη, Επισκόπου Κατάνης, εκδ. Καμπανά 1988. Μετάφραση δική μας στη δημοτική).

Τώρα όλοι οι πιστοί αληθινοί Χριστιανοί είναι ιερείς. Αυτό ονομάζεται «γενική ιεροσύνη των Χριστιανών». Ο Λόγος του Θεού αναφέρεται γενικά στους Χριστιανούς, και λέει: «Εσείς όμως είστε γένος εκλεκτό, βασιλικό ιερατείο (κείμενο: βασίλειον ιεράτευμα), έθνος άγιο, λαός για ιδιοκτησία του θεού, για να εξαγγείλετε τις αρετές εκείνου που σας κάλεσε από το σκότος στο θαυμαστό του φως» (Α’ ΠΕΤ 2:9).

Επίσης, ο Αποκαλυπτής Ιωάννης, μιλώντας για όλους τους Χριστιανούς, λέει:

«Εις τον αγαπήσαντα ημάς και λούσαντα ημάς από των αμαρτιών ημών με το αίμα αυτού, 6 και όστις έκαμεν ημάς βασιλείς και ιερείς εις τον Θεόν και Πατέρα αυτού, εις αυτόν είη η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων· αμήν.» (ΑΠΟΚ 1:5-6).

Αφού λοιπόν, όλοι οι χριστιανοί είναι ιερείς, άρα είναι οι άνθρωποι που έχουν το δικαίωμα και την ικανότητα να στέκονται ενώπιον του Θεού, όπως ήταν οι ιερείς της Παλαιάς Οικονομίας (Παλαιάς Διαθήκης), να μιλούν στον Θεό σαν παιδιά Του και να ζητούν την ευλογία Του, χωρίς τη μεσολάβηση άλλου ιερέα.

Χριστιανός ιερέας, λοιπόν, είναι ο άνθρωπος που έχει το δικαίωμα να εμφανίζεται ο ίδιος στην παρουσία του Θεού, να συνομιλεί με τον Θεό, να προσεύχεται για τον εαυτό του και υπέρ των άλλων, όπως ακριβώς αναφέρεται στην Καινή Διαθήκη.

Ο καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών, Παναγιώτης Τρεμπέλας, στο βιβλίο του «Οι λαϊκοί εν τη Εκκλησία. Το βασίλειον ιεράτευμα», αναφέρεται εκτεταμένα στο γεγονός αυτό με άφθονες πατερικές αναφορές, ότι όλοι οι χριστιανοί έχουν τη γενική ιεροσύνη. Αλλά παρόλο που ήταν Πανεπιστημιακός θεολόγος, δεν κράτησε σε ακαδημαϊκό επίπεδο την αναζήτηση της αλήθειας, για να μη δυσαρεστήσει τους εργοδότες του και το εκκλησιαστικό κατεστημένο. Έτσι υποστηρίζει και την ειδική ιεροσύνη μέσα στην Εκκλησία, χωρίς όμως να τη βασίζει στην Αγία Γραφή ούτε στην Ιερά Παράδοση (την Αποστολική). Στις δύο αυτές πηγές της Ορθόδοξης Πίστης δεν υπάρχει ούτε μία πληροφορία.

9. Από πού έλκουν όλοι οι Χριστιανοί την ιεροσύνη τους;

Επειδή η εκκλησία, δηλαδή οι αληθινοί πιστοί, είναι σώμα του Ιησού Χριστού, όντας Εκείνος η κεφαλή του σώματος, λαβαίνουν και αυτοί τις ιδιότητες της κεφαλής τους. Αυτό πίστευε η πρωτοχριστιανική Εκκλησία, ο ιερός Αυγουστίνος, και άλλοι. Ο Χριστός είναι ο Αρχιερέας, οι υπόλοιποι χριστιανοί είναι ιερείς, επειδή προέρχονται από τον Χριστό. Δεν υπάρχουν ειδικοί ιερείς κατά την τάξη Μελχισεδέκ», όπως υπήρχαν ιερείς στην Παλαιά Διαθήκη «κατά την τάξη Ααρών», ενώ οι υπόλοιποι Εβραίοι ονομάζονταν «βασίλειον ιεράτευμα».

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ - ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

10. Ερώτηση:

Είπατε ότι στην Παλαιά Διαθήκη ο ισραηλιτικός λαός ονομαζόταν «βασίλειο ιεράτευμα», και όμως υπήρχαν ειδικοί ιερείς κατά την τάξη Ααρών. Μήπως τότε και στην Εκκλησία υπάρχει ειδική ιεροσύνη, παρόλο ότι οι χριστιανοί ονομάζονται «βασίλειον ιεράτευμα»;

Στην Παλαιά Διαθήκη ο ισραηλιτικός λαός ονομαζόταν «βασίλειο ιεράτευμα», αλλά αυτή η ονομασία του ήταν τυπική, όχι ουσιαστική, αφού υπήρχε ειδικό ιερατείο. Προεικόνιζε τα προνόμια των χριστιανών. Έφεραν το όνομα, αλλά δεν έφεραν τη χάρη. Μόνο οι λυτρωμένοι του Ιησού Χριστού φέρουν αυτή τη χάρη. Τα αρχαία πατερικά κείμενα αυτό παρουσιάζουν. Αυτό παραδέχεται και ο Ορθόδοξος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Π. Τρεμπέλας: «Οι τίτλοι, «βασίλειον ιεράτευμα, λαός εις περιποίησιν, έθνος άγιον» δόθηκαν μεν και στους Ιουδαίους, αλλά εκεί αυτά ήταν απλοί τύποι και σκιά, ενώ για τους Χριστιανούς οι ονομασίες αυτές εκπροσωπούν την αλήθεια και την πραγματικότητα» («Οι λαϊκοί εν τη Εκκλησία» σελ. 68-71, μετάφραση δική μας στη δημοτική). Μάλιστα ο Τρεμπέλας αναφέρει και τα λόγια του Ι. Χρυσοστόμου: «Αφενός εκείνα (δηλαδή τα λόγια περί βασιλείου ιερατεύματος στην Παλαιά Διαθήκη) ως τύπο, έχουν κάποια ομωνυμία, αλλά δε διατηρούν συνωνυμία» (Ομιλία ιδ’ Ιωάννου).

Ο Επίσκοπος Ιάκωβος Πηλίλης αναφέρει στο ως άνω έργο του «Χριστιανική Ιερωσύνη», σελ. 231, στην παράγραφο «Η σιωπή των Γραφών»: «Η σιωπή της Καινής Διαθήκης σε σχέση με τον ιερατικό χαρακτήρα της χριστιανικής διακονίας, δεν ελαφρύνεται με μία υποθετική ταύτιση της χριστιανικής διακονίας με τους ιερείς του Ιουδαϊσμού ή με την αντίληψη ενός παραλληλισμού μεταξύ τούτων. Αλλά δεν υπάρχει τέτοιος παραλληλισμός όσον αφορά την περίοδο που εξετάζουμε. Για τη γραμμή της τυπολογικής ανάπτυξης της ιεροσύνης*, από τη γνώση που έχουμε γι’ αυτήν (την ιεροσύνη) στην Παλαιά Διαθήκη, όπως έχουμε δει, αυτή αναφέρεται κατ’ ευθείαν στον Ιησού Χριστό και παύει με Αυτόν, ενώ ο κύκλος της αναλογίας** περιβάλλει ολόκληρο το σώμα των πιστών, επιφορτίζοντάς τους με κοινά προνόμια και τις ίδιες υποχρεώσεις, και δεν αναγνωρίζει καμιά διάκριση μεταξύ κλήρου και του λαού. Κατά την αναλογία αυτήν όλοι οι πιστοί είναι ιερείς του Θεού, από τους οποίους απαιτείται καθένας τους να παρουσιάζει τον εαυτό του σαν μια ζωντανή θυσία».

Στην περίοδο της Καινής Διαθήκης πουθενά δεν αναφέρεται ιδιαίτερος θεσμός «ειδικών ιερέων». Θα αναλύσουμε αυτό το θέμα παρακάτω.

*(Σημ: τυπολογική ανάπτυξη της ιεροσύνης. Εννοεί την ιεροσύνη της Παλαιάς Διαθήκης που συμβόλιζε ως τύπος την ιεροσύνη του Χριστού στην Καινή Διαθήκη)

**(Σημ: ο κύκλος της αναλογίας. Εννοεί το σύνολο των ατόμων που σχετίζονται με τη χριστιανική ιεροσύνη)

11. Ερώτηση

Μήπως η χριστιανική ιεροσύνη είναι συνέχεια της εβραϊκής ιεροσύνης του Ααρών, έτσι ώστε να χρειάζονται και σήμερα ειδικοί ιερείς;

Όχι! Η χριστιανική ιεροσύνη «κατά την τάξη Μελχισεδέκ» δεν είναι συνέχεια της ιεροσύνης «κατά την τάξη Ααρών», όπου ανήκαν οι ειδικοί ιερείς της Παλαιάς Διαθήκης. Η ιεροσύνη του Ααρών ήταν τύπος της ιεροσύνης κατά την τάξη Μελχισεδέκ, που είχε ο Ιησούς Χριστός, αλλά οι δύο ιεροσύνες είναι διαφορετικές. Η λευιτική μεσιτική ιεροσύνη «κατά την τάξη Ααρών», που υπήρχε στους Εβραίους κατά την περίοδο της Παλαιάς Διαθήκης, ήταν ατελής, γι’ αυτό παραμερίστηκε από τον Θεό στην Καινή Διαθήκη. Δεν θα μπορούσε, συνεπώς, να υπάρξει συνέχειά της μέσα στην Εκκλησία. Ο Λόγος του Θεού αναφέρει:

«Αν, λοιπόν, πράγματι υπήρχε τελειοποίηση μέσω της Λευιτικής ιεροσύνης –γιατί με βάση αυτή δόθηκε ο νόμος στον λαό (Ισραήλ)- ποια ανάγκη ακόμα υπήρχε να εγερθεί άλλος ιερέας κατά την τάξη Μελχισεδέκ; Γιατί όταν μετατίθεται η ιεροσύνη, κατ’ ανάγκη γίνεται μετάθεση του Νόμου» (Εβραίους, 7:11-12).

Η «μετάθεση του νόμου» είναι η Καινή Διαθήκη, δηλαδή η Νέα Συνθήκη μεταξύ Θεού και ανθρώπων για τη σωτηρία των τελευταίων. Ο νέος Νόμος είναι πλέον ο Νόμος* της χάρης, του Πνεύματος και της αγάπης του Ιησού Χριστού και όχι ο Νόμος της καταδίκης, όπως ήταν ο Νόμος του Μωυσή. Αυτή η αλλαγή του Νόμου, «η μετάθεση του Νόμου», δημιουργήθηκε από τη νέα ιερατική τάξη του Ιησού Χριστού, την τάξη Μελχισεδέκ.

Οι Πατέρες της Εκκλησίας αναφέρουν ότι, η χριστιανική Εκκλησία προσέλαβε πολλά από την εβραϊκή συναγωγή, πλην της εβραϊκής ιεροσύνης. Όμως αργότερα, όπως αναφέρει ο Άγιος Ιερώνυμος (που πέθανε το 420 μ.Χ.), η ειδική ιεροσύνη από τους Ιουδαίους μεταπήδησε στην Εκκλησία.

Κάποιοι, για να υποστηρίξουν την ιεροσύνη των σημερινών «ειδικών ιερέων», αναφέρουν εκτενώς από την Παλαιά Διαθήκη εδάφια που ο Θεός αναφερόταν στους Εβραίους ιερείς «κατά την τάξη Ααρών». Αυτό είναι τουλάχιστον παραπλανητικό και συνειδητά βεβιασμένο. Έτσι γίνεται σύγχυση, υπερβαίνονται τα εσκαμμένα, γιατί μιλούμε για πράγματα ανόμοια. Ειδικοί ιερείς δεν υπάρχουν πλέον με την έννοια της παλαιάς οικονομίας του μωσαϊκού Νόμου. Όσοι σήμερα στην Ορθόδοξη και στην Καθολική Εκκλησία ονομάζονται «ιερείς», σφετερίζονται δικαιώματα που ο Θεός δεν τους έδωσε και είναι υπόδικοι σ’ Αυτόν.

Μόνο κάποια νόθα και πλαστογραφημένα κείμενα, π.χ. τα Ψευδοκλημέντια, υποστηρίζουν την «εξουσία» των ιερέων.

*(Σημ: Νόμος. Στα εβραϊκά «Τορά», σημαίνει «διδασκαλία»)

12. Ερώτηση

Αφού ο Ιησούς Χριστός είναι Αρχιερέας, ποια είναι τα σφάγια που παρουσιάζει στον Θεό ως εξιλαστήρια θύματα για τη σωτηρία των ανθρώπων από τις αμαρτίες τους;

Ο Ιησούς Χριστός δεν έχει ανάγκη να παρουσιάζει στον Θεό σφάγια ζώων για εξευμένιση της οργής Του, λόγω της αμαρτίας των ανθρώπων. Ο ίδιος παρουσίασε τον Εαυτό Του ως εξιλαστήριο θύμα, θυσιαζόμενος πάνω στο σταυρό, χύνοντας το δικό Του Αίμα, ο αναμάρτητος, για τις αμαρτίες κάθε ανθρώπου προσωπικά. Είναι Αρχιερέας, γιατί ήταν ο θύτης. Ετοίμασε ως θύμα για θυσία τον Εαυτό Του και Τον πρόσφερε στον Θεό. Σ’ αυτό ήταν ιερέας.

13. Ερώτηση

Είναι σωστό η θυσία του Ιησού Χριστού να επαναλαμβάνεται κάθε φορά κατά τη θεία λειτουργία στη Θεία Ευχαριστία ως «αναίμακτη θυσία»;

Η θυσία του Ιησού Χριστού είναι ανεπανάληπτη, έγινε μία φορά για πάντα και ολοκλήρωσε πλήρως και οριστικά την σωτηρία του ανθρώπου. Απομένει στους ανθρώπους τώρα να οικειοποιηθούν με την πίστη τους, στο πρόσωπο και στο έργο Του, τη σωτηρία που ο Χριστός τους παρέχει δωρεάν.

Η λεγόμενη «αναίμακτη θυσία», που κάνουν οι σημερινοί «ειδικοί ιερείς» κατά την λειτουργία, θυσιάζοντας –υποτίθεται- κάθε φορά αναιμάκτως τον Ιησού Χριστό, είναι μία ανθρώπινη εφεύρεση, καινοφανής στη διδασκαλία της Καινής Διαθήκης, που αγγίζει τα όρια της βλασφημίας. Θεωρεί πως η θυσία του Ιησού Χριστού πάνω στο σταυρό δεν ήταν ολοκληρωμένη και πως ο Χριστός χρειάζεται να θυσιάζεται συνεχώς για τη σωτηρία των ανθρώπων. Το «τετέλεσται» (=έχει τελειώσει, έχει ολοκληρωθεί), που είπε ο Ιησούς Χριστός πάνω στο σταυρό την ώρα που πέθαινε, σήμαινε πως έχουν τελειώσει τα πάντα για την ολοκληρωμένη σωτηρία του ανθρώπου που πιστεύει στο σωτήριο έργο Του.

Ο όρος «αναίμακτη θυσία» είναι ρωμαιοκαθολικός και θεωρείται βαβυλωνιακής προέλευσης.

Πάλι αναφέρουμε τα λόγια του Επισκόπου Ιακώβου Πηλίλη από το βιβλίο του που αναφέρουμε ανωτέρω, σελ. 231:

«Το έργο του Ιησού Χριστού είναι τόσο τέλεια αποτελειωμένο, ώστε οποιαδήποτε απόπειρα από οποιονδήποτε λειτουργό να διορθώσει ή να συμπληρώσει τούτο, είναι περιττή, αφενός σε σχέση με τον άνθρωπο, αφετέρου γιατί αυτό είναι ένας ακούσιος σκεπτικισμός κατά του Σωτήρα Χριστού».

14. Ερώτηση

Πού αναφέρει η Αγία Γραφή ότι δεν πρέπει να γίνεται επανάληψη της θυσίας του Ιησού Χριστού;

Η Αγία Γραφή στην Καινή Διαθήκη αναφέρει σαφώς:

«Ο Χριστός δεν εισήλθε σε χειροποίητα Άγια (δηλ. στο εσωτερικό της εβραϊκής Σκηνής του Μαρτυρίου), αντίτυπα των αληθινών (τα αντίτυπα ήταν εκείνα που είχε η εβραϊκή θρησκεία), αλλά στον ίδιο ουρανό, για να εμφανιστεί τώρα στο πρόσωπο του Θεού για χάρη μας. Ούτε εισήλθε για να προσφέρει πολλές φορές τον εαυτό του, όπως ακριβώς ο (Ιουδαίος) αρχιερέας εισέρχεται στα Άγια των Αγίων (δηλ. στο εσώτερο μέρος της Σκηνής του Μαρτυρίου) κάθε έτος με ξένο αίμα (ζώων), επειδή θα έπρεπε αυτός (ο Χριστός) πολλές φορές να πάθει από την αρχή της δημιουργίας του κόσμου. Τώρα όμως μια για πάντα έχει φανερωθεί στη συντέλεια των αιώνων, για να εκτοπίσει την αμαρτία με τη θυσία Του. Και καθόσον απόκειται στους ανθρώπους μια φορά για πάντα να πεθάνουν και μετά από αυτό γίνεται κρίση, έτσι και ο Χριστός, αφού μια φορά για πάντα προσφέρθηκε, για να φέρει πάνω του τις αμαρτίες πολλών, για δεύτερη φορά, χωρίς να βαστάξει αμαρτίες, θα φανεί σ΄ αυτούς που τον περιμένουν για σωτηρία» (Εβραίους, 9:24-28).

15. Ερώτηση

Ποια είναι η έννοια του εδαφίου: «Έχουμε θυσιαστήριο από το οποίο δεν έχουν εξουσία να φάνε εκείνοι που λατρεύουν στη Σκηνή του Μαρτυρίου»; (Εβραίους, 13:10). Αυτό το εδάφιο δεν συνηγορεί υπέρ της άποψης ότι υπάρχει ειδική ιεροσύνη στη χριστιανική Εκκλησία, αφού αναφέρεται σε χριστιανικό θυσιαστήριο;

Από ό,τι είδαμε προηγουμένως, δεν υπάρχει ειδική χριστιανική ιεροσύνη όπως υπήρχε στον εβραϊκό λαό. Συνεπώς, ακόμα και αν δεχθούμε ότι το εδάφιο αυτό αναφέρεται σε κάποιο σημερινό γήινο θυσιαστήριο μέσα στην Εκκλησία, θα μπορούσαν να θυσιάζουν όλοι οι χριστιανοί, αφού όλοι είναι ιερείς.

Αυτό το εδάφιο δεν αναφέρει τίποτε για ειδική τάξη χριστιανών ιερέων που μόνο αυτοί έχουν δήθεν το δικαίωμα να κάνουν θυσίες μέσα στην Εκκλησία. Ούτε είναι γραμμένο σε κανένα άλλο μέρος στην Καινή Διαθήκη για συγκεκριμένα υλικά θυσιαστήρια μέσα στην Εκκλησία όπου γίνονται θυσίες όπως είχαν οι Εβραίοι στην Παλαιά Διαθήκη. Ούτε η Ιερά Παράδοση, αυτή δηλαδή που αναφέρεται στους Αποστόλους, μιλά για κάτι τέτοιο. Ο ιερός συγγραφέας της προς Εβραίους επιστολής, στο ως άνω εδάφιο 13:10, υιοθετώντας τη γλώσσα της Παλαιάς Διαθήκης, υπαινίσσεται στους χριστιανούς, ότι, αντί του χάλκινου θυσιαστηρίου των Εβραίων, έχουν το πραγματικό θυσιαστήριο στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού.

Θεολογικά είναι δεκτό ότι το εδάφιο αυτό, εκφράζει το σταυρό σαν θυσιαστήριο, πάνω στο οποίο θυσιάστηκε ο Ιησούς Χριστός. Λέγεται θυσιαστήριο και το Σώμα του Χριστού, προσωπικό και έμψυχο, γιατί Αυτός είναι συγχρόνως θυσιαστήριο, θύτης και θύμα. Εξαιτίας αυτών, λοιπόν, οικειοποιούμαστε τα αγαθά, τους καρπούς που πήγασαν από τον εξιλαστήριο θάνατο* του Ιησού Χριστού.

«Όσοι λατρεύουν στη Σκηνή του Μαρτυρίου», δηλαδή οι Ιουδαίοι που συνέχιζαν να λατρεύουν τον Θεό με τον αρχαίο τρόπο που περιγραφόταν στην Παλαιά Διαθήκη, δεν έχουν δικαιώματα στους καρπούς που προέρχονται από την θυσία του Χριστού, «αν δεν δεχτούν την πίστη του Χριστού».

*(Σημ: εξιλαστήριος θάνατος. Σημαίνει τον θάνατο που εξευμενίζει, καταπραΰνει την οργή του Θεού)

16. Ερώτηση

Υπάρχουν εδάφια στην Παλαιά Διαθήκη όπως Ησαΐας, 66:21, Ιερεμίας, 33:17-18, 22 όπου φαίνεται προφητικά ο Θεός να μιλά για μελλοντικούς ιερείς και Λευΐτες. Μήπως αυτά τα εδάφια αναφέρονται αλληγορικά σε χριστιανούς ειδικούς ιερείς;

Κατ’ αρχάς, δεν μπορούμε να βασιζόμαστε μόνο σε προφητικά δυσερμήνευτα εδάφια της Παλαιάς Διαθήκης, για να υποστηρίξουμε μια υποτιθέμενη, μελλοντική για την εποχή τους, ειδική χριστιανική ιεροσύνη. Γιατί, έτσι μπορούμε να δίνουμε όποια ερμηνεία θέλουμε. Αν ο Θεός ήθελε να υπάρχει ειδική χριστιανική ιεροσύνη, θα μας το έλεγε καθαρά στα γραπτά της Καινής Διαθήκης από τον Χριστό και τους Αποστόλους. Τότε και τα δύσκολα εδάφια της Παλαιάς Διαθήκης θα μπορούσαμε να τα ερμηνεύσουμε υπό το πρίσμα αυτό.

Ο Θεός, στα ως άνω εδάφια, μιλά ευθέως για Εβραίους ιερείς και Λευΐτες. Στον προφήτη Ιεζεκιήλ, στα κεφάλαια 41 έως 46, ο Θεός αναφέρεται σε μία νέα μελλοντική ανοικοδόμηση του Ναού των Ιουδαίων στην Ιερουσαλήμ, με ορισμένες τροποποιήσεις σε σχέση με αυτόν του αρχαίου ναού του Σολομώντα. Τέτοιου είδους ανοικοδόμηση μέχρι τώρα δεν έχει γίνει ποτέ. Εκεί αναφέρονται θυσίες ζώων, ιερείς και Λευίτες. Πιστεύουμε ότι, και τα ως άνω εδάφια του Ησαΐα και Ιερεμία, κάνουν αναφορά σ’ αυτούς τους μελλοντικούς, Εβραίους, ιερείς και Λευΐτες που μιλά ο προφήτης Ιεζεκιήλ.

17. Ερώτηση

Το σώμα του Χριστού στο σταυρό δεν κομματιάστηκε σύμφωνα με τον προφητικό Ψαλμό 34:20 και Ιωάννης 19:36, «Οστό του δεν θα συντριφτεί». Ο απ. Παύλος αναφέρει για τη σύσταση της τελετής της Θείας Ευχαριστίας: «Ο Κύριος Ιησούς τη νύχτα που παραδινόταν έλαβε άρτο και αφού ευχαρίστησε τον Θεό, τον έκοψε (κομμάτιασε) με τα χέρια και είπε: «Τούτο είναι το σώμα μου που κόβεται (κομματιάζεται) για χάρη σας. Τούτο κάνετε στη δική μου ανάμνηση» (Α’ Κορινθίους, 11:23-24). Δεν μπορούμε να εκλάβουμε την τελετή ως αναίμακτη θυσία, θεωρώντας το ψωμί της Θείας Ευχαριστίας σώμα Χριστού διαμέσου της μετουσίωσης, το οποίο κομματιάζεται, δηλαδή θυσιάζεται από τον ιερέα;

Κατ’ αρχάς, η λέξη «που κόβεται» ή «κομματιάζεται» (εκκλησιαστικό κείμενο: «κλώμενον») δεν υπάρχει στα αρχαιότερα χειρόγραφα. Αυτά αναφέρουν απλώς:

«Τούτο μού εστίν το σώμα το υπέρ υμών. [Εδώ το εκκλησιαστικό κείμενο προσθέτει τη λέξη: «κλώμενον»] Τούτο ποιείτε εις την εμήν ανάμνησιν». (Μετάφραση: Αυτό είναι το σώμα μου για χάρη σας. Αυτό κάνετε στη δική μου ανάμνηση). Το κριτικό κείμενο της Καινής Διαθήκης, που θεωρείται επιστημονικά το πιο έγκυρο παγκοσμίως, θεωρεί την λέξη «κλώμενον» νόθα. Αυτή η λέξη υπάρχει μόνο στο εκκλησιαστικό κείμενο.

Στα ευαγγέλια επίσης, όπου αναφέρονται τα λόγια του Χριστού κατά την θέσπιση της τελετής της Θείας Ευχαριστίας, κανένας Ευαγγελιστής δεν αναφέρει στα λόγια του Ιησού τη λέξη «κλώμενον».

Αν δεχτούμε ότι η λέξη «κλώμενον» υπήρχε στο αρχικό κείμενο του αποστόλου Παύλου, και πάλι το εδάφιο αυτό δε μιλά για θυσία, ούτε για ιερέα, ούτε για μετουσίωση. Αναφέρεται στο κόψιμο (κομμάτιασμα) του άρτου, που πρέπει να γίνει, για να μοιραστεί ο άρτος μεταξύ των πιστών, ο οποίος συμβολίζει το σώμα του Χριστού. Δεν είναι απαραίτητο να το ερμηνεύσουμε ως «αναίμακτη θυσία».

Αλλά και στην έσχατη των υποθέσεων, αν είχαν δίκαιο οι «ερμηνευτές» του ως άνω εδαφίου, πάλι θα μπορούσαμε να απαντήσουμε πως, αφού όλοι οι χριστιανοί είναι ιερείς, όπως αποδείξαμε ανωτέρω, όλοι θα μπορούσαν να «θυσιάζουν» με τέτοιο τρόπο τον Χριστό. Με αυτό το εδάφιο δεν αποδεικνύεται η «ειδική ιεροσύνη». Κανείς σοβαρός ερμηνευτής των Γραφών δεν υποστηρίζει τέτοια πράγματα.

18. Ερώτηση

Ποιες είναι οι θυσίες που πρέπει να κάνουν σήμερα όλοι οι χριστιανοί ως ιερείς που είναι;

Είναι οι πνευματικές θυσίες, πρώτα η αφιέρωση του σώματος τους στον Θεό.

«Σας παρακαλώ λοιπόν, αδελφοί, με τους οικτιρμούς του Θεού, να παρουσιάσετε τα σώματά σας ως θυσία ζωντανή, άγια, ευάρεστη στον Θεό, που είναι η λογική λατρεία σας» λέει ο απ. Παύλος (Ρωμαίους, 12:1).

Δεύτερο, η δοξολογία των χειλιών τους και η αγαθοεργία:

«Μέσω αυτού (του Χριστού), ας προσφέρουμε θυσία αινέσεως διαπαντός στον Θεό, τουτέστι τον καρπό των χειλιών μας που ομολογούν το όνομά του. Και μην ξεχνάτε την αγαθοεργία και την κοινωνική σας βοήθεια. Γιατί σε τέτοιες θυσίες ευαρεστείται ο Θεός» (Εβραίους, 13:15-16).

19. Ερώτηση Γιατί λέτε ότι οι προεστώτες της Εκκλησίας δεν είναι «ειδικοί ιερείς»;

Πουθενά στην Καινή Διαθήκη ο Ιησούς Χριστός ή οι απόστολοι δεν χειροτόνησαν ως ιερείς τους προεστώτες της Εκκλησίας. Ακόμα και σήμερα η Ορθόδοξη Εκκλησία, στο κείμενο που έχει τα λόγια του τυπικού για το λεγόμενο «μυστήριο της ιεροσύνης», ο προεστώς της εκκλησίας χειροτονείται ως πρεσβύτερος, όχι ως ιερέας. Αυτό παρέμεινε από την αρχαία χριστιανική παράδοση.

Αναφέρουμε πάλι το βιβλίο «Χριστιανική Ιερωσύνη» του Επισκόπου Ιάκωβου Πηλίλη, σελ. 229-230, στην παράγραφο με τίτλο «Η Ιερατική Θεωρία»:

«Όπως διαφαίνεται η θεωρία αυτή δεν έχει καμιά άμεση αγιογραφική εγγύηση (Σ.Σ. Δηλαδή δεν μπορεί να βασιστεί στην Αγία Γραφή). Ο όρος που χρησιμοποιείται για τη Χριστιανική Ιεροσύνη είναι «πρεσβύτερος», από τον οποίο απουσιάζουν οι θυσιαστικές σχέσεις και συνδέσεις, και όχι «ιερεύς», από τον οποίο οι θυσιαστικές σχέσεις και συνδέσεις είναι αδιαχώριστες».

Οι απόστολοι δεν ονομάζονται πουθενά «ιερείς» ούτε ο Ιησούς Χριστός τους έδωσε τέτοιο αξίωμα, πέραν της γενικής ιεροσύνης που έχουν όλοι οι χριστιανοί, δηλαδή να έχουν το δικαίωμα και την εξουσία να απευθύνονται άμεσα στον Θεό όπως άλλοτε οι ιερείς της Παλαιάς Διαθήκης.

Οι προεστώτες των εκκλησιών που ίδρυσαν οι απόστολοι, ονομάζονται, όχι ιερείς, αλλά, «επίσκοποι ή πρεσβύτεροι», όροι που αναφέρονται στα ίδια πρόσωπα, όχι σε διαφορετικά. Δηλαδή, ο ίδιος ο επίσκοπος είναι και πρεσβύτερος. Μπορεί να είναι και ποιμένας. Αυτά τα ονόματα εκφράζουν υπουργήματα, λειτουργικές υπηρεσίες ή διακονίες μέσα στην Εκκλησία, όχι ιερατικά αξιώματα.

20. Ερώτηση

Πότε άρχισαν να ονομάζουν τους προεστώτες της Εκκλησίας «ιερείς»;

Προτιμάμε να απαντήσουμε με τα λόγια του Ορθόδοξου Καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών Π. Τρεμπέλα:

«Οι οικείες ονομασίες στους Ιουδαίους, που βρίσκονταν στην Παλαιά Διαθήκη, δε βράδυναν να εισαχθούν και στη χριστιανική χρήση…

Πρώτος ο Τερτυλλιανός (τέλος 2ου, αρχές 3ου αιώνα) δε δίστασε να χρησιμοποιήσει τη λατινική λέξη sacerdos (ιερέας) μεταφέροντας την, από τη χρήση που έκαναν οι Ιουδαίοι και οι Εθνικοί, και στη χριστιανική (χρήση)… προς δήλωση όχι μόνο των επισκόπων, αλλά και των πρεσβυτέρων, ενώ ο μαθητής του Κυπριανός (3ος αιώνας) αναφέρει αυτήν κατά προτίμηση στους επισκόπους, χωρίς να την αρνείται και για τους πρεσβυτέρους…

Από τον τέταρτο αιώνα, όμως, ονομάζονται ιερείς και οι πρεσβύτεροι,… ενώ ο επίσκοπος ονομάζεται αρχιερέας ή ιεράρχης» («Δογματική», Π. Τρεμπέλα, τόμ. 3ος, σελ. 289, μετάφραση δική μας στη δημοτική).

Επίσης, ο Ορθόδοξος Επίσκοπος Κατάνης και Θεολόγος Ιάκωβος Πηλίλης, αναφέρει στο βιβλίο του «Χριστιανική Ιερωσύνη» σελ. 235-236:

«Με την πάροδο του χρόνου και κατά τον 2ο μ.Χ. αιώνα, μία σειρά νέων ιδεών εμφανίστηκαν και υπερίσχυσαν των προηγούμενων περί της γενικής ιεροσύνης των πιστών, και έγινε συνήθεια να ονομάζουν και τους πρεσβυτέρους «ιερείς». Ο προσδιορισμός αυτός, χρησιμοποιούνταν στην Καρχηδόνα της βόρειας Αφρικής, κατά τους χρόνους του Τερτυλλιανού (160-220 μ.Χ.) και κατά τον 3ο αιώνα μ.Χ. βρίσκεται στην εκκλησία της Ρώμης και στις εκκλησίες της Ανατολής. Μία σύγκριση, μεταξύ χριστιανών αξιωματούχων και της ιεροσύνης της Παλαιάς Διαθήκης, άρχισε πολύ νωρίς, κατά το τέλος του 1ου αιώνα μ.Χ., που οδήγησε ίσως να δοθεί το όνομα «ιερείς» στους χριστιανούς που διακονούσαν την Εκκλησία, αλλά διαφαίνεται όμοια, περισσότερο πιθανό, ότι η αντίληψη αυτή εισάχθηκε με την έννοια της «χριστιανικής προσφοράς».

Στην αρχέγονη Εκκλησία, όπως μαρτυρείται στο βιβλίο της «Διδαχής» (κεφ. 14), τα στοιχεία της Θείας Ευχαριστίας καλούνταν «προσφορές»*. Η χρήση των στοιχείων αυτών στην αρχή ήταν μεταφορική, και το πλήρωμα των πιστών, όχι όσοι αξιωματούχοι διακονούσαν, θεωρούνταν ότι πρόσφεραν τη θυσία. Αλλά από τη φρασεολογία που χρησιμοποιούσαν, ήταν εμφανές ότι η άποψη αυτή θα προχωρούσε «θετικά». Η ιδέα περί ενός χριστιανικού θυσιαστηρίου, δηλαδή το μέρος της προσφοράς ** αναπτύχθηκε κατά την εποχή που οι χριστιανοί διακήρυτταν, «δεν έχουμε θυσιαστήριο» (Βλέπε: «Διαταγές Αποστόλων» Β.Ε.Π.Ε.Σ. τόμ. 2, σελ. 13-58, 118-138).

Έτσι, (Σ.Σ. σύμφωνα με την αλλαγμένη νοοτροπία) οι επίσκοποι και οι πρεσβύτεροι, ήταν ιερείς όχι ως χριστιανοί εξαιτίας της γενικής ιεροσύνης των πιστών, αλλά δυνάμει του αξιώματός τους, και η φρασεολογία του Τερτυλλιανού, μαρτυρεί ότι, η μετάβαση προς την νέα κατάσταση είχε ήδη γίνει. Οι ιδέες της Παλαιάς Διαθήκης για την ιεροσύνη, επηρέασαν αναμφίβολα τη χριστιανική σκέψη προς την κατεύθυνση αυτή. Κατά τον τρίτο όμως αιώνα μ.Χ. οι θυσίες προσφέρονταν, όχι από τους πιστούς, αλλά υπέρ των πιστών, και ο χριστιανός ιερέας είχε ήδη καταστεί μεσίτης μεταξύ Θεού και ανθρώπων.

Η μεταφορική έννοια υπήρχε για κάποιο χρονικό διάστημα, μαζί με τις νέες ερμηνείες, αλλά πολύ νωρίς λησμονήθηκε. Οι επιστολές του ιερού Κυπριανού (+258 μ.Χ.) επισκόπου Καρχηδόνας, σε πολλά μέρη παρουσιάζουν τους επισκόπους, πρεσβυτέρους και διακόνους, ως ιερείς, οι οποίοι προσφέρουν θυσίες στον Θεό και ικανοποιούν μεσιτικό αξίωμα.

Συνεπώς, πλέον, οι ιερείς, και όχι οι πιστοί, προσφέρουν την Θεία Ευχαριστία, και γίνεται δεκτό ότι οι αναφορές της Παλαιάς Διαθήκης για την ιεροσύνη απαντώνται στη χριστιανική ιεροσύνη. Η ανάπτυξη και προαγωγή των σκέψεων αυτών, κυριάρχησαν τελείως στις Ανατολικές Εκκλησίες» (μετάφραση δική μας στη δημοτική).

Έτσι λοιπόν, φαίνεται καθαρά πως η ειδική ιεροσύνη δεν είναι διδασκαλία της Αγίας Γραφής και των Αποστόλων, αλλά ούτε και των Αποστολικών Πατέρων που έζησαν κατά το πρώτο μισό του 2ου αιώνα μ.Χ. Συνεπώς, δεν περιέχεται στην Ιερά Αποστολική Παράδοση. Είναι καινοφανής διδασκαλία κατοπινών εκκλησιαστικών Πατέρων. Άρα, δέν είναι δεσμευτική για τους Χριστιανούς.

*(προσφορές. Ονομάζονταν έτσι, επειδή από τις προσφορές των πιστών σε ψωμί και κρασί για τα κοινά δείπνα (αγάπες) έπαιρναν τα στοιχεία της Θείας Ευχαριστίας του άρτου και του οίνου)

**(το μέρος της προσφοράς. Εννοεί την «αγία τράπεζα», που τότε ήταν το τραπέζι επάνω στο οποίο οι πιστοί εναπόθεταν τις προσφορές τους του άρτου και του οίνου)

21. Ερώτηση

Λέτε πως δεν υπάρχει ειδική ιεροσύνη. Δεν είναι τότε παράδοξο που γνωστοί Πατέρες της Εκκλησίας ανάφεραν τέτοιο θεσμό; Πώς λοιπόν δημιουργήθηκε η «ειδική ιεροσύνη» της Ορθόδοξης και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας;

Το γεγονός ότι επιφανείς χριστιανοί ηγέτες εισήγαγαν τον όρο «ιερεύς» δεν πρέπει να μας φαίνεται παράξενο. Και στους αγιότερους ανθρώπους «η καρδιά είναι απατηλή και σφόδρα διεφθαρμένη» κατά την αντίληψη του Ιερεμία. Εδρεύει μέσα της ο εγωισμός και η υπερηφάνεια. Εμφανίστηκε μια υποχώρηση της πνευματικότητας στην Εκκλησία, που ξεκίνησε από το δεύτερο μισό του 2ου αιώνα επεκτάθηκε στον 3ο και αυξήθηκε ραγδαία από τον 4ο αιώνα μ.Χ. και κατόπιν. Επίσης, η παραμέληση της αποστολικής διδασκαλίας στο σημείο αυτό, επέφερε σύγχυση στις έννοιες και στους όρους «ιερεύς» και «επίσκοπος» ή «πρεσβύτερος». Η φιλαρχία φώλιασε στις καρδιές των ιθυνόντων και θέλησαν να αποκτήσουν εξουσία μεγαλύτερη, για να ποιμαίνουν αυταρχικά το πλήρωμα της Εκκλησίας. Αυτές οι τάσεις ισχυροποιήθηκαν από τότε που η Εκκλησία έγινε κρατικός μηχανισμός και οι διάφοροι αυτοκράτορες έδωσαν κοσμικές και θρησκευτικές υπερεξουσίες στους κληρικούς, που τις δέχτηκαν αβασάνιστα.

Ήδη από την αποστολική εποχή βλέπουμε προβλήματα φιλαρχίας με κάποιον φιλοπρωτεύοντα Διοτρεφή. Αυτός δεν δεχόταν μερικούς περιφερόμενους κήρυκες του ευαγγελίου στους ειδωλολάτρες, τους οποίους υποστήριζε ο απόστολος Ιωάννης. Μάλιστα έδιωχνε έχω από την εκκλησία όποιους τους φιλοξενούσαν, ούτε παραδεχόταν την αποστολική εξουσία του αποστόλου Ιωάννη! (Γ’ Ιωάννη: εδ. 9-10). Οι «Διοτρεφείς» αυξήθηκαν ραγδαία κατά τους επόμενους αιώνες.

Γι’ αυτό βάση της πίστης μας πρέπει να είναι μόνο η Αγία Γραφή και η Ιερά Αποστολική Παράδοση, αυτή δηλαδή που αναφέρεται στους αποστόλους, ως ερμηνευτική της Αγίας Γραφής. Η Ιερά Αποστολική Παράδοση είναι γραπτή, όχι προφορική, και βρίσκεται μέσα στα γραπτά των πρώτων αποστολικών και μεταποστολικών Πατέρων της Εκκλησίας. Δεν πρέπει να βασιζόμαστε στην Εκκλησιαστική Παράδοση, που δεν είναι Ιερά, αλλά συχνά περιέχει ανεξέλεγκτη φαντασία. Καθετί που είπαν οι Πατέρες δεν είναι απαραίτητα ορθό, γιατί έχουν κάνει και λάθη, αλλά πρέπει να ελέγχεται από την διδασκαλία της Αγίας Γραφής και από την Ιερά Αποστολική Παράδοση. Οι Πατέρες δεν ήταν θεόπνευστοι σε ό,τι έγραψαν όπως είναι τα γραπτά των αποστόλων που περιέχονται στην Αγία Γραφή.

Αλλά ποιοι Πατέρες αναφέρονται στο θεσμό της ειδικής ιεροσύνης; Οι «Πατέρες» που εμφανίστηκαν μετά την εποχή της εκκλησιαστικής παρακμής, περίπου κατά τον 4ο αιώνα μ.Χ. Οι προηγούμενοι Πατέρες και Απολογητές της Αποστολικής και Μεταποστολικής εποχής δεν αναφέρουν ούτε λέξη! Και στις αρχές όμως του 4ου μέχρι και του 5ου αιώνα, ο όρος «ιερεύς» είχε την έννοια του προέδρου-προεστώτα μεταξύ των πρεσβυτέρων της Εκκλησίας, όχι του ιερέα με την «εξουσία» του «δεσμείν και λύειν».

22. Ερώτηση

Τι σημαίνουν οι λέξεις, απόστολος, επίσκοπος, πρεσβύτερος, ποιμένας, διάκονος;

Η λέξη «απόστολος» σημαίνει απεσταλμένος. «Επίσκοπος» σημαίνει επιτηρητής. «Πρεσβύτερος» είναι ο μεγαλύτερος στην ηλικία πιστός (σε σωματική ή σε πνευματική ηλικία), που καθίσταται υπεύθυνος μέσα στην τοπική εκκλησία. «Ποιμένας» είναι εικόνα από την αγροτική ζωή, και εννοεί τους οδηγούς της εκκλησίας. «Διάκονος» σημαίνει υπηρέτης. Οι διάκονοι έκαναν πρακτικές εργασίες στην εκκλησία, χωρίς να τους αποκλείεται το κήρυγμα. Υπήρχαν επίσης και γυναίκες διακόνησες χειροτονημένες. Όπως βλέπουμε, αυτές οι λέξεις αναφέρονται σε υπουργήματα, λειτουργικές υπηρεσίες μέσα στην Εκκλησία, όχι σε ιερατικά αξιώματα ούτε σε «βαθμούς» ανώτερους και κατώτερους «ιεροσύνης».

23. Ερώτηση

Πόσους προεστώτες είχε κάθε τοπική εκκλησία;

Κατά την αποστολική εποχή, πάντοτε κάθε τοπική εκκλησία είχε περισσότερους από έναν επισκόπους ή πρεσβυτέρους, όπως και διακόνους, όχι έναν και μοναδικό. Ο διάκονος δεν ήταν ιερατικός βαθμός ούτε το πρώτο στάδιο ιεροσύνης πριν από τη χειροτονία του σε «ιερέα».

Από το δεύτερο αιώνα, το βλέπουμε και σε νοθευμένα αρχαία κείμενα των πρώτων αιώνων, σε μερικές εκκλησίες της Μικράς Ασίας, άρχισαν να ονομάζουν ξεχωριστά μόνο τον πρόεδρο του πρεσβυτερίου, δηλαδή των πρεσβυτέρων, «επίσκοπο». Από τότε σιγά-σιγά ξεκίνησε και επεκτάθηκε το μοναρχικό πολίτευμα μέσα στην Εκκλησία.

24. Ερώτηση

Είναι κακό να υπάρχει σήμερα ειδική ιεροσύνη στη χριστιανική Εκκλησία;

Ναι, γιατί απομακρύνει τους πιστούς από τον Θεό. Οι ειδικοί ιερείς παρεμποδίζουν την άμεση εξάρτηση του χριστιανού από τον Θεό μέσω της άμεσης επικοινωνίας στην προσευχή μαζί Του. Η ύπαρξη ειδικής ιεροσύνης, υποδουλώνει τους συνειδητούς πιστούς χριστιανούς, σε ανθρώπους αμαρτωλούς, από τους οποίους εξαρτούν λανθασμένα τη σωτηρία τους.

Επίσης, η ανασύσταση των «ειδικών ιερέων», προκαλεί αδιαφορία των χριστιανών στο να ενδιαφερθούν προσωπικά για τα πράγματα του Θεού και για τη σωτηρία τους, αδιαφορία στο να ξεκαθαρίσουν την πίστη τους, αφού έτσι κι αλλιώς θεωρούν πως, αυτή η ειδική τάξη των ανθρώπων ιερέων τα έχει αναλάβει αυτά. Εμποδίζει την προσωπική αναζήτηση του Θεού και της αλήθειας Του εκ μέρους των απλών πιστών, γιατί το ιερατείο έχει υφαρπάξει την εξουσία σε θέματα πίστης από τους υπόλοιπους χριστιανούς που δεν είναι «ειδικοί ιερείς».

Οι «ειδικοί ιερείς» θεωρούν σε πολλές δικές τους αναφορές-περιπτώσεις, πως μόνο αυτοί είναι ουσιαστικά η «Εκκλησία», και οι αποφάσεις που παίρνουν απολυταρχικά, δεν επιδέχονται αντίρρηση.

Κάθε «ειδικό ιερατείο» σήμερα, βρίσκεται υπό την κρίση και αποδοκιμασία του Θεού, γιατί δεν έχει ιδρυθεί με θεία εντολή αλλά με ανθρώπινη.

25. Ερώτηση

Αν είναι έτσι τα πράγματα, γιατί τότε ο χριστιανικός λαός, «το χριστεπώνυμον πλήρωμα», συνεχίζει να αποδέχεται στην Εκκλησία την ύπαρξη του «ειδικού ιερατείου»;

Η τάξη των ειδικών ιερέων συνεχίζει να υπάρχει βασιζόμενη στην άγνοια και την αδιαφορία των τυπικών χριστιανών για τα θεολογικά θέματα. Η ύπαρξή της οφείλεται βασικά σε οικονομικούς και πολιτικούς λόγους, όπως και σε εγωϊστικούς λόγους κύρους εκ μέρους των θρησκευτικών αρχών. Πολύ δύσκολα εκκλησιαστικοί ηγέτες θα είχαν την ταπείνωση να παραδεχτούν πως η «ιερατική» εξουσία τους είναι αβάσιμη, και οι λειτουργικές υπηρεσίες τους, του τύπου που ισχυρίζονται, άχρηστες.

Οι πολιτικοί δεν τολμούν να αντισταθούν στο κατεστημένο από φόβο μήπως χάσουν ψήφους.

Δυστυχώς, ο λαός δεν ενδιαφέρεται να ξεκαθαρίσει την πίστη του, να έχει προσωπική, μελετημένη, χριστιανική αντίληψη περί Θεού ύστερα από προσωπική έρευνα των πηγών της χριστιανικής πίστης. Αρκείται στο «όπως τα βρήκαμε», γιατί είναι λιγότερο κοπιαστικό, αφού δεν έχει ειλικρινές ενδιαφέρον για τα πράγματα του Θεού.

Τούτο οφείλεται στο γεγονός ότι, οι «ειδικοί ιερείς» κατάφεραν να τον πείσουν πως το πάν εξαρτάται από αυτούς. Ότι αυτοί π.χ. έχουν εξουσία να δίνουν «άφεση αμαρτιών», να εκτελούν τα «μυστήρια» κ.λ.π. Έπεισαν τον λαό να δίνει μεγαλύτερη αξία στους τύπους, τις τελετουργίες και την εξωτερική εμφάνιση, όπως το ράσο, παρά να προσέχει την ουσία, που είναι η προσωπική πίστη στον Ιησού Χριστό και η νέα κατά Χριστόν ζωή. Το μαύρο «τιμημένο ράσο» είναι ένα αραβο-περσικό ένδυμα άγνωστο στους χριστιανούς προεστώτες των πρώτων τριών-τεσσάρων αιώνων μ.Χ. Οι κληρικοί πήραν το ράσο από τους πρώην ειδωλολάτρες μοναχούς των αραβο-περσικών χωρών, οι οποίοι είχαν αποδεχτεί τον χριστιανισμό (Εκκλησιαστική Ιστορία του Αρχιμανδρίτη Στεφανίδη). Για το καλυμμαύχι (καπέλο του ιερέα) διχάζονται οι γνώμες των διαφόρων ιστορικών. Στα βυζαντινά χρόνια δεν είχε το σημερινό σχήμα. Πέρασε από πολλά στάδια το σχήμα του. Λέγεται μάλιστα, ότι το συσχέτισαν με τον τρούλο των βυζαντινών ναών. Πάντως η προέλευση του δεν είναι χριστιανική. Μερικοί ισχυρίζονται ότι το επέβαλλαν οι Τούρκοι στους Ορθόδοξους ιερείς, για να τους χλευάσουν ότι είναι το ανάποδο «ψηλό καπέλο» των Ευρωπαίων, που παλαιά ήταν της μόδας.

Υπάρχει μια πνευματική οκνηρία που «βολεύει». Αντί να κάνει κανείς προσωπικά τα πνευματικά του καθήκοντα απέναντι στον Θεό, τα αναθέτει σε άλλους να τα κάνουν στη θέση του. «Βολεύει» το να εμπιστεύεται κανείς σε ανθρώπους που εκφράζουν παρόμοιους ισχυρισμούς. Τέτοιου είδους «βόλεμα», που σημαίνει αδιαφορία για τη σωτηρία που ο Χριστός παρέχει, συνήθως οδηγεί σε αιώνια απώλεια της ψυχής.

Θα ήταν ευχές έργον αν οι πολίτες μελετούσαν, για να καταλάβουν από πού προέρχονται όλοι αυτοί, τους οποίους κάθε Έλληνας πληρώνει από τους φόρους του, αφού είναι δημόσιοι υπάλληλοι.

26. Ερώτηση

Ποια είναι η κοινωνικο-οικονομική κατάσταση των «ειδικών ιερέων» και σε τι συνίσταται η εργασία τους;

Σήμερα, το επάγγελμα το «ιερέα» είναι μια άνετη, ξεκούραστη, προσοδοφόρα εργασία με κύρος μέσα στην κοινωνία. Τις καθημερινές εργάζονται ελάχιστα, μόνο περίπου 2-3 ώρες την ημέρα. Πηγαίνουν στο Ναό και αναμένουν καμιά θρησκόληπτη γυναικούλα, για να της κάνουν καμιά μηχανική τελετή, για κόλλυβα ή τρισάγια κ.λ.π. Τις Κυριακές και τις εορτές μόνο εργάζονται περισσότερο. Η εργασία τους συνίσταται στην τυποποιημένη επανάληψη –σαν δίσκος γραμμοφώνου- λειτουργιών, τελετών και προσευχών, που μαθαίνουν απέξω ή τις διαβάζουν τραγουδιστά, κάτι που είναι σχετικά εύκολο. Ο «ιερέας» και λάθος να κάνει στην απαγγελία, λίγοι καταλαβαίνουν τι λέει, για να τον ελέγξουν, επειδή οι λειτουργίες γίνονται στην αρχαία ελληνική.

Οι «ιερείς» πληρώνονται για τελετές που ούτε ο Χριστός ούτε οι απόστολοι καθιέρωσαν ούτε γνώριζαν οι χριστιανοί των πρώτων αιώνων, όπως ο νεροποιημένος «αγιασμός», τα ειδωλολατρικά μνημόσυνα, κ.λ.π.

Έχουν μισθό δημοσίου υπαλλήλου. Έχουν θεσμοθετημένα τα λεγόμενα «τυχερά», από γάμους, βαφτίσια, κηδείες, μνημόσυνα, τρισάγια, αγιασμούς, κ.λ.π. Τα τυχερά είναι ένας δεύτερος μισθός, που αρκετές φορές ξεπερνά το ποσό του πρώτου μισθού τους. Συνήθως, μόνο στα βαφτίσια και στους γάμους δίνουν αποδείξεις. Τα υπόλοιπα μένουν καθαρά και αφορολόγητα.

Πρίν από χρόνια οι ιερείς δεν ήταν δημόσιοι υπάλληλοι και δεν είχαν κανονικό μισθό. Εξαρτώνταν μόνο από τα «τυχερά» των πιστών για να ζήσουν. Έτσι ζουν σήμερα και οι παλαιοημερολογίτες ιερείς. Αποφασίστηκε, λοιπόν, να τους δοθεί μισθός, για να μην εξαρτώνται από την «φιλανθρωπία» των χριστιανών ούτε να μοιάζουν με επαίτες (ζητιάνους).

Όταν όμως έγιναν δημόσιοι υπάλληλοι, πήραν μισθό, αλλά κράτησαν και τα «τυχερά».

Ποιος δημόσιος υπάλληλος τολμά να ζητά νόμιμα «τυχερά»; Όποιοι ζητούν χρήματα, για να κάνουν τη δουλειά τους ως δημόσιοι υπάλληλοι, είναι παράνομοι. Γιατί π.χ. ο γιατρός του Ε.Σ.Υ. (Εθνικό Σύστημα Υγείας) που χρηματίζεται, κατηγορείται ως δωρολήπτης και μπορούμε να τον πάμε στο δικαστήριο, επειδή δεν αρκείται στο μισθό του που παίρνει του δημοσίου υπαλλήλου, ενώ ο παπάς εξαιρείται, και δεν αρκείται στο δικό του μισθό; Η εκτέλεση των χριστιανικών τελετών αποτελεί μέρος της αρμοδιότητας του επαγγέλματός του. Εκτός τούτου, αν οι παπάδες είναι και θεολόγοι, έχουν δικαίωμα να διδάσκουν ως εκπαιδευτικοί στα σχολεία. Δεύτερη νόμιμη εργασία, τρίτος μισθός. Ελάχιστοι Έλληνες έχουν τέτοια προνόμια.

Οι επίσκοποι έχουν μισθούς ταξιάρχου έως στρατηγού και ο αρχιεπίσκοπος μάλιστα έχει μισθούς αρχηγού κράτους. Σ’ αυτούς να προσθέσουμε και τα «τυχερά» από τις τελετές, που αναφέραμε παραπάνω. Τα «τυχερά» των επισκόπων είναι πολύ μεγαλύτερα από αυτά των απλών «ιερέων». Τι χρειάζονται τόσα χρήματα, ιδίως οι άγαμοι, άνθρωποι χωρίς οικογένεια, παιδιά και υποχρεώσεις; Υπάρχουν και ιερείς άγαμοι, αλλά, οι επίσκοποι και ο αρχιεπίσκοπος είναι πάντοτε άγαμοι υποχρεωτικά. Οι επίσκοποι και ο αρχιεπίσκοπος είναι υποχρεωτικά Μοναχοί. Ο βασικός μοναχικός Κανόνας συνίσταται στην παρθενία, αρετή και ακτημοσύνη. Αναρωτιόμαστε αν είναι πράγματι ακτήμονες όλοι οι επίσκοποι και ο αρχιεπίσκοπος. Γιατί και μόνο η παράβαση αυτού του μοναχικού Κανόνα, επιφέρει αυτόματα στους παραβάτες αφορισμό κ